- αστάθμιστος;
- η , ο [ος , ον ]1) см. αστάθμητος 1; 2) не могущий быть взвешенным; 3) не проверенный по отвесу; 4) плохо рассчитанный; необдуманный, неосмотрительный, опрометчивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστάθμιστος — η, ο [σταθμίζω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ζυγιστεί 2. αυτός που δεν ευθυγραμμίστηκε με τη στάθμη 3. εκείνος που δεν υπολογίστηκε σωστά … Dictionary of Greek
αστάθμιστος — η, ο αυτός που δε σταθμίστηκε, δε ζυγίστηκε, δεν υπολογίστηκε ακριβώς: Το τεστ που επικαλείστε δεν έχει αξία, γιατί είναι αστάθμιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)