αστάθμιστος;

αστάθμιστος;
η , ο [ος , ον ]
1) см. αστάθμητος 1; 2) не могущий быть взвешенным; 3) не проверенный по отвесу; 4) плохо рассчитанный; необдуманный, неосмотрительный, опрометчивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αστάθμιστος;" в других словарях:

  • αστάθμιστος — η, ο [σταθμίζω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ζυγιστεί 2. αυτός που δεν ευθυγραμμίστηκε με τη στάθμη 3. εκείνος που δεν υπολογίστηκε σωστά …   Dictionary of Greek

  • αστάθμιστος — η, ο αυτός που δε σταθμίστηκε, δε ζυγίστηκε, δεν υπολογίστηκε ακριβώς: Το τεστ που επικαλείστε δεν έχει αξία, γιατί είναι αστάθμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»